εύεικτος — εὔεικτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που υπακούει εύκολα, ο ευπειθής, ο πειθήνιος 2. αυτός που υποχωρεί εύκολα, ο μαλακός, ο ενδοτικός μσν. 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («λόγον εὔεικτον εἰς σαφήνειαν», Μάξ. Ομολ.) 2. (για αποστήματα) αυτός που υποχωρεί … Dictionary of Greek
εὔεικτος — pliant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεικτότερον — εὔεικτος pliant adverbial comp εὔεικτος pliant masc acc comp sg εὔεικτος pliant neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐείκτως — εὔεικτος pliant adverbial εὔεικτος pliant masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔεικτον — εὔεικτος pliant masc/fem acc sg εὔεικτος pliant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐείκτου — εὔεικτος pliant masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐείκτους — εὔεικτος pliant masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐείκτων — εὔεικτος pliant masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐείκτῳ — εὔεικτος pliant masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔεικτα — εὔεικτος pliant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔεικτοι — εὔεικτος pliant masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)